- ηλιο-
- (AM ἡλιο-)α' συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής το οποίο δηλώνει ότι το β' συνθετικό: α) προκαλείται ή προέρχεται από τον ήλιο (πρβλ. ηλιόκα(υ)μα, ηλιοφάνεια)θ) ανήκει ή αναφέρεται στον ήλιο (πρβλ. ηλιοβασίλεμα)γ) μοιάζει, λάμπει ή καίει σαν τον ήλιο (πρβλ. ηλιόβολος, ηλιόλουστος). [ΣΥΝΘ. ηλιόβατος, ηλιόβλητος, ηλιοβολία, ηλιόβολος, ηλιοκαής, ηλιοκάνθαρος, ηλιόκαυ(σ)τος, ηλιόμορφος, ηλιοσκόπιο, ηλιοσκόπιος, ηλιοτρόπιο, ηλιοφεγγήςαρχ.ηλιοβολούμαι, ηλιόγονον, ηλιοδρόμος, ηλιοδυσία, ηλιοδύσιον, ηλιοθαλπής, ηλιοθερής, ηλιοθερώ, ηλιοκαλλίς, ηλιοκάμινος, ηλιοκαντώ, ηλιοκεντρίς, ηλιόκτυπος, ηλιομανής, ηλιομαντεία, ηλιόπαις, ηλιοπάλιος, ηλιόπεμπτος, ηλιόπους, ηλιοσκόπος, ηλιοστάσια, ηλιοστερής, ηλιοστιβής, ηλιόστροφον, ηλιότευκτος, ηλιοτρόπιος, ηλιότροπος, ηλιούχος, ηλιοφοινίσσομαι, ηλιοφυής, ηλιόφυτοναρχ.-μσν.ηλιοακτινόμορφος, ηλιοειδής, ηλιοκαΐα, ηλιοκόμας, ηλιοσέληνοςμσν.ηλιόβρυτος, ηλιοκέφαλος, ηλιολαμπώ, ηλιόπεπτος, ηλιοπλήξ, ηλιοτροπίταιμσν.- νεοελλ.ηλιοβασίλε(υ)μα(ν), ηλιογεννημένος, ηλιογέννητος, ηλιολάτρης, ηλιόρατοςνεοελλ.ηλιοβαλβίς, ηλιοβαρεμένος, ηλιόβαρος, ηλιοβολή, ηλιοβόλημα, ηλιοβούτημα, ηλιόγερμα, ηλιογραμμένος, ηλιογραφία, ηλιογραφικός, ηλιογράφος, ηλιογυρμένος, ηλιόδισκος, ηλιοδρόμι, ηλιόζωα, ηλιοθεραπεία, ηλιοθεραπευτικός, ηλιοθρεμμένος, ηλιόθρεφτος, ηλιόθριξ, ηλιοκαμένος, ηλιόκα(υ)μα, ηλιοκεντρικός, ηλιόκριση, ηλιόκρουγμα, ηλιοκρούζομαι, ηλιόκρουστος, ηλιολατρία, ηλιολατρικός, ηλιόλουστος, ηλιόλουτρον, ηλιομετρία, ηλιομετρικός, ηλιόμετρο, ηλιομηνύτρα, ηλιοπάτης, ηλιοπλαστική, ηλιόπληκτος, (η)λιοπύρι, ηλιόπυρος, ηλιορίζω, ηλιόρνις, ηλιόσκονη, ηλιοσκόπηση, ηλιοσκοπία, ηλιοσκοπικός, ηλιόσκυλος, ηλιόσπερμο, ηλιόσπορος, ηλιοστάλαγμα, ηλιοστάλακτος, ηλιοστασιακός, ηλιοστάσιο, ηλιοστάτης, ηλιοστεφής, ηλιοστολισμένος, ηλιοστρόφι, ηλιόσφαιρα, ηλιοτροπία, ηλιοτροπικός, ηλιοτροπίνη, ηλιοτροπισμός, ηλιοτυπία, ηλιοφανής, ηλιόφεγγο, ηλιόφιλος, ηλιοφοδία, ηλιόφοδος, ηλιοφυλλίτης, ηλιόφως, ηλιοφώτισμα, ηλιοφώτιστος, ηλιόφωτο, ηλιοφωτόμετρο, ηλιόφωτος, ηλιοφωτώ, ηλιοχάραξη, ηλιοχαρής, ηλιόχαρος, ηλιοχημεία, ηλιοχόρταρο, ηλιόχορτο, ηλιόχρυσος, ηλιοχρύσωμα, ηλιοχρωματοσκόπιο, ηλιοχρωμία, ηλιοχρωμικός, ηλιοψημένος].
Dictionary of Greek. 2013.